νεφελινίτης

νεφελινίτης
ο
(πετρογρ.) φτωχή σε πυρίτιο αλκαλική λάβα που περιέχει νεφελίνη και πυρόξενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephelinite (< νεφελίνης + επίθημα -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”